- ράφος
- ο, Νζωολ. γένος περιστερόμορφων πτηνών τού Ινδικού Ωκεανού, που έχει εξαφανιστεί.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. raphus < νεολατ. raphus].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σαγματοράφος — ὁ, Α σαγματοράπτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάγμα, ατος + ράφος (< ῥαφή < ῥάπτω), πρβλ. αρμενο ράφος, κοσκινο ράφος] … Dictionary of Greek
παλαιοράφος — παλαιοράφος, ον (Α) το αρσ. ως ουσ. επιδιορθωτής υποδημάτων, μπαλωματής. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιο * + ράφος (< ῥαφή < ῥάπτω), πρβλ. κοσκινο ράφος] … Dictionary of Greek
σακκοράφος — η, ον, Μ (για βελόνες) κατάλληλος για ραφή σάκων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάκκος + ράφος (< ῥαφή < ῥάπτω), πρβλ. σαγματο ράφος] … Dictionary of Greek
пелена — I пелена стреха соломенной крыши , курск., орл. (Даль). Согласно Преобр. (II, 34), связано с пелёда, но затруднение представляет разница в ударении. II пелена пелька, диал., новгор., боровск., псковск., сшитое полотнище; пеленка (Даль), укр.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
δικορράπτης — και δικορράφος, ο (Α) αυτός που επινοεί ή κατασκευάζει δίκες. [ΕΤΥΜΟΛ. δικορράπτης < δίκη + ράπτης < ράπτω δικορράφος < δίκη + ραφος < ραφή < ράπτω (πρβλ. μηχανορράφος)] … Dictionary of Greek
εσθητορράφος — ἐσθητορράφος, ὁ (AM) αυτός που ράβει εσθήτες, ο ράφτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < εσθής, ήτος + ραφος < ραφή] … Dictionary of Greek
κοσκινοράφος — κοσκινοράφος, ὁ (Α) αυτός που εφαρμόζει διάτρητο ύφασμα ή δέρμα στη στεφάνη τού κόσκινου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόσκινον + ράφος (< ῥαφή < ῥάπτω), πρβλ. ιστιο ρράφος, μηχανο ρράφος] … Dictionary of Greek
πατακτ(ρ)οράφος — ὁ, Α πιθ. κατασκευαστής μαστιγίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < *πάτακτρον (< πατάσσω) + ράφος (< ῥαφή < ῥάπτω)] … Dictionary of Greek
πελλοράφος — ον, Α αυτός που συρράπτει δέρματα. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο συνθ. < λατ. pellis «δέρμα» + ράφος (< ῥάπτω)] … Dictionary of Greek
σκίραφος — σκί̱ραφος , σκίραφος dice box masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)